κάλπασος

κάλπασος
κάλπασος, ἡ (Α)
πάπ. βλ. κάρπασος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλπάσου — κάλπασος fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρπασος — και κάλπασος, ή, ετερκλ. πληθ. κάρπασα, τὰ (Α) 1. είδος λεπτού λιναριού 2. βαμβάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. είναι σίγουρα δάνειο, πιθ. από αρχ. ινδ. karpasah «βαμβάκι». Κατ άλλη άποψη, η λ. ανάγεται σε μεσογειακή ή μικρασιατική γλώσσα. Οι… …   Dictionary of Greek

  • οποκάλπασον — ὀποκάλπασον, τὸ (Α) το βαλσαμόδεντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός + κάλπασος, άλλος τ. τής λ. κάρπασος, η «είδος λεπτού λιναριού, βαμβάκι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”